- ἐργαστηριακοί
- ἐργαστηριακόςpractising a handicraftmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαβρικήσιος — και φαβρικίσιος, ὁ, Μ οπλοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fabricenses «εργαστηριακοί»] … Dictionary of Greek